«Απλώς» ΄ή «Aπλά»;

«Απλώς» ή «Απλά»; Πότε χρησιμοποιούνται; Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη): απλώς - απλά. Από εσφαλμένη αντίληψη τής έννοιας τής δημοτικής ή από μια τάση να υπαχθούν τα πάντα σε ανεξαίρετους κανόνες, χρησιμοποιούν μερικοί το επίρρημα απλά αντί τού απλώς. Ωστόσο, οι δύο τύποι διαφέρουν σημασιολογικά: απλά σημαίνει «με απλό τρόπο, με απλότητα», ενώ … Συνεχίστε να διαβάζετε «Απλώς» ΄ή «Aπλά»;.

Advertisement

«Κατ’ αρχήν» ΄ή «Kατ’ αρχάς»;

«Κατ' αρχήν» ή «Κατ' αρχάς»; Πότε χρησιμοποιούνται; Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη): κατ’ αρχάς - κατ’ αρχήν - αρχικά κ.ά. Η φρ. κατ’ αρχήν αντιστοιχεί στο λατ. in principio (αγγλ in principle) και σημαίνει «ως θέμα αρχής, για λόγους αρχής» (Κατ' αρχήν διαφωνώ με το σκεπτικό τής απόφασης) και «στα βασικά σημεία» (Το … Συνεχίστε να διαβάζετε «Κατ’ αρχήν» ΄ή «Kατ’ αρχάς»;.

«Του επικεφαλή» ΄ή «Του επικεφαλής»;

«Του επικεφαλή» ή «Του επικεφαλής»; Ποιο είναι το σωστό; Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη): επί κεφαλής (συνήθ. ορθ. επικεφαλής) επίρρ. 1. στην πρώτη θέση, στην κορυφή, στην αρχηγία: ετέθη ~ τής ομάδας 2. (ως επίθ.) αυτός που κατέχει αρχηγική θέση: ο ~ τής εκστρατείας / τής ομάδας / τής επιχείρησης ΣΥΝ. αρχηγός ΑΝΤ. … Συνεχίστε να διαβάζετε «Του επικεφαλή» ΄ή «Του επικεφαλής»;.

«Σατιρικός» ΄ή «σατυρικός»;

«Σατιρικός» ή «Σατυρικός»; Πότε χρησιμοποιούνται; Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη): σατιρικός, -ή, -ό: 1. αυτός που σχετίζεται με τη σάτιρα: ~ποίημα / συγγραφέας / χαρακτήρας || (κ. ως ουσ.) rival ένας σπουδαίος ~ (ενν. συγγραφέας ή ηθοποιός) 2. σκωπτικός: ~ διάθεση. ΕΤΥΜ. Μεταφορά τού γαλλ. satirique. σατυρικός, -ή. -ό |αρχ.|: 1. αυτός που … Συνεχίστε να διαβάζετε «Σατιρικός» ΄ή «σατυρικός»;.