«Σατιρικός» ΄ή «σατυρικός»;

«Σατιρικός» ή «Σατυρικός»; Πότε χρησιμοποιούνται;


Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη):

σατιρικός, -ή, -ό: 1. αυτός που σχετίζεται με τη σάτιρα: ~ποίημα / συγγραφέας / χαρακτήρας || (κ. ως ουσ.) rival ένας σπουδαίος ~ (ενν. συγγραφέας ή ηθοποιός) 2. σκωπτικός: ~ διάθεση. ΕΤΥΜ. Μεταφορά τού γαλλ. satirique.

σατυρικός, -ή. -ό |αρχ.|: 1. αυτός που σχετίζεται με Σατύρους (βλ. λ. Σάτυρος) 2. ΦΙΛΟΛ. σατυρικό δράμα είδος τού αρχαιοελληνικού δράματος (μαζί με την τραγωδία και την κωμωδία), στο οποίο τον χορό αποτελούσαν ηθοποιοί μεταμφιεσμένοι σε Σατύρους και το οποίο είχε σκωπτικό περιεχόμενο. ΣΧΟΛΙΟ λ. ομόηχα, σατιρικός, κωμωδία.

σατιρικός – σατυρικός: Το σατιρικός (< σάτιρα) σημαίνει «σκωπτικός, ειρωνικός, κοροϊδευτικός, επικριτικός»· το σατυρικός (< Σάτυρος) σήμαινε «τον αναφερόμενο στους Σατύρους (τραγοπόδαρους κερασφόρους δαίμονες, ακολούθους τού Διονύσου, επιρρεπείς σε ερωτικές πράξεις)». Το σάτιρα, από το λατ. satira (από όπου το σατιρικός), είναι άλλος τύπος τού λατ. satura «είδος ποιήματος με σκωπτικό, χλευαστικό χαρακτήρα» < λατ. satur «κορεσμένος, παραγεμισμένος, πλήρης>· (παρόμοια σημασιολ. εξέλιξη παρατηρείται στη λ. φάρσα < λατ. farcio «πληρώ, γεμίζω»), ενώ το Σάτυρος είναι πιθ. προελληνική λ.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη):

σατιρικός -ή -ό [satirikós]: που ανήκει ή που αναφέρεται στη σάτιρα: Σατιρικό ποίημα / τραγούδι. Σατιρικοί στίχοι. || (ως ουσ.) ο σατιρικός, ποιητής ή πεζογράφος που γράφει σάτιρες. [λόγ. < γαλλ. satirique < satir(e) = σάτιρ(α) -ique = -ικός]

σατυρικός -ή -ό [satirikós]: που ανήκει ή που αναφέρεται στο Σάτυρο1: Σατυρικό δράμα, ένα από τα είδη του αρχαίου δράματος, συνήθ. το τέταρτο δράμα μιας τετραλογίας, του οποίου ο χορός αποτελούνταν από Σατύρους και είχε σκωπτικό χαρακτήρα. [λόγ. < αρχ. Σατυρικός]


Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη):

Μερικές φορές παρατηρείται αβεβαιότητα ή σύγχυση στη γραφή και στη σημασία των ομοήχων επιθέτων σατιρικός και σατυρικός, τα οποία όμως έχουν διαφορετική προέλευση. Το επίθετο σατιρικός συνδέεται με τη ρωμαϊκή σάτιρα, ποιητικό έργο ποικίλης υποθέσεως, το οποίο έφθασε να έχει περιπαικτικό και χλευαστικό χαρακτήρα, ενώ το επίθετο σατυρικός σχετίζεται με τους αρχ. Σατύρους, τυς τραγοπόδαρους και φιλήδονους ακολούθους του Διονύσου στην ελληνική μυθολογία.


Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Ακαδημία Αθηνών):

σατιρικός: που σχετίζεται με τη σάτιρα: ~ός: λόγος/ποιητής/συγγραφέας/Τύπος. ~ή: διάθεση/εκπομπή/κωμωδία/στήλη (σε εφημερίδα ή περιοδικό). ~ό θέατρο (βλ. επιθεώρηση)/σκίτσο/τραγούδι. ~οί: στίχοι. ~ά: άρματα (στο καρναβάλι)/δρώμενα. Πβ. Παρωδιακός, σκωπτικός. || (ως ουσ.) Οι σημαντικότεροι ~οί (ενν. λογοτέχνες).

σατυρικός: σατυρικό δράμα: ΦΙΛΟΛ. ένα από τα τρία είδη του αρχαίου ελληνικού δράματος, με βασικά χαρακτηριστικά τον χορό των Σατύρων, την κωμική πλοκή, το εύθυμο και περιπαικτικό ύφος.


Το Εγκόλπιο της Ορθής Γραφής (Δ. Μαρωνίτης):

Τα επίθετα σατυρικός (από το σάτυρος) και σατιρικός (από τη λατινική λέξη σάτιρα) δεν πρέπει να συγχέονται ορθογραφικώς και σημειολογικώς. Γράφουμε: το σατυρικό δράμα – όχι: το σατιρικό δράμα· η σατιρική επιθεώρηση – όχι: η σατυρική επιθεώρηση.


Η άποψή μας:

Χρησμοποιούμε το επίθετο σατιρικός όταν αναφερόμαστε σε κάτι σχετικό με το ποιητικό έργο της ρωμαϊκής σάτιρας, το οποίο έφτασε στις μέρες μας να έχει περιπαικτικό και χλευαστικό χαρακτήρα. Το επίθετο σατυρικός σχετίζεται με τους ακολούθους του θεού Διονύσου στην ελληνική μυθολογία, τους αρχαίους Σατύρους, καθώς και με το αντίστοιχο είδος του αρχαίου δράματος.


Advertisement

Μια σκέψη σχετικά μέ το “«Σατιρικός» ΄ή «σατυρικός»;

  1. Παράθεμα: «Σατιρικός» ή «Σατυρικός»; Πότε χρησιμοποιούνται;

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s