Αβελτηρία: Διανοητική νωθρότητα, ανεπάρκεια
Αδήριτος: Σκληρός και αναπόφευκτος
Αδολεσχία: Πολυλογία
Αέναος: Διαρκής
Αιθεροβάμων: Αυτός που αγνοεί την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζει σε αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές του
Ακροποδητί: Πατώντας στα νύχια των ποδιών
Ακριτόμυθος: Αυτός που μιλά χωρίς περίσκεψη και αποκαλύπτει μυστικά
Αμάλγαμα: Κράμα που περιέχει υδράργυρο και σκόνη ενός ή περισσότερων μετάλλων / Σύνολο στοιχείων συνήθως θετικά χαρακτηρισμένων (μτφ.)
Αμελλητί: Χωρίς αναβολή
Αμετροέπεια: Πολυλογία, φλυαρία
Αμοραλισμός: Η άρνηση της καθολικής ισχύος των ηθικών αξιών, η κριτική αναίρεση και απόρριψη των ηθικών κανόνων
Αμφιδέξιος: Αυτός που μπορεί να χρησιμοποιεί με την ίδια ευχέρεια και τα δύο χέρια
Αναφανδόν: Εντελώς φανερά ή χωρίς επιφυλάξεις
Ανήκεστος: Αθεράπευτος, ανεπανόρθωτος
Αντικομφορμιστής: Ασυμβίβαστος
Ανωμοτί: Χωρίς όρκο
Απαύγασμα: Αποτέλεσμα
Απεκδύομαι: Αρνούμαι να αναλάβω την ευθύνη για κάτι
Απνευστί: Χωρίς αναπνοή, μονορούφι
Αριβίστας: Τυχοδιώκτης
Αρνησικυρία: Βέτο
Αρχολίπαρος: Αυτός που επιθυμεί και επιδιώκει αξιώματα
Ασκαρδαμυκτί: Με ευθύ βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα μάτια
Αυθωρεί: Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, πάραυτα
Αψίκορος: Ευέξαπτος, οξύθυμος
Βαυκαλίζω: Δημιουργώ εφησυχασμό με απατηλές υποσχέσεις
Βερμπαλισμός: Η χρησιμοποίηση λέξεων, φράσεων και εντυπωσιακών ρητορικών σχημάτων σε έναν λόγο χειμαρρώδη, που είναι όμως κενός νοήματος και ασαφής
Βουστροφηδόν: Η αρχαϊκή γραφή με κατεύθυνση των γραμμάτων από αριστερά στα δεξιά και αντίστροφα
Βυσσοδομώ: Μηχανορραφώ
Δήγμα: Δάγκωμα, τσίμπημα (εντόμων)
Διακύβευμα: Στόχος που τίθεται με αβέβαιο αποτέλεσμα
Διηνεκές: Αυτό που διαρκεί επ’ άπειρον
Δοκησίσοφος: Αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα και που κομπάζει γι’ αυτό
Δωσίλογος: Αυτός που συνεργάστηκε με τον κατακτητή
Εδώδιμος: Αυτός που χρησιμοποιείται για τροφή
Εκατόμβη: Μεγάλος αριθμός θυμάτων
Έκπαγλος: Εκπληκτικός, υπέροχος σε ομορφιά, θαυμάσιος, θαυμαστός
Ελλοχεύω: Καραδοκώ, παραμονεύω
Εμβριθής: Αυτός που εμβαθύνει με σοβαρότητα στα πράγματα
Ενάργεια: Σαφήνεια, καθαρότητα λόγου και έκφρασης
Ενεός: Άναυδος, εμβρόντητος
Επιδαψιλεύω: Προσφέρω σε κάποιον κάτι καλό σε μεγάλη αφθονία
Επίπλαστος: Προσποιητός, όχι αληθινός
Ευάριθμος: Ολιγάριθμος
Ευθαρσώς: Με θάρρος
Εχέφρων: Λογικός
Έωλος: Αβάσιμος, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
Θέσφατο: Θεία εντολή, χρησμός / Γνώμη, απόφαση που πρέπει να γίνει σεβαστή σαν να προέρχεται από τον Θεό
Θρυαλλίδα: Φιτίλι
Θύραθεν: Απ’ έξω
Καιροσκόπος: Αυτός που εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις για προσωπικά οφέλη
Κατατρύχω: Βασανίζω, ταλαιπωρώ
Κήνσορας: Αξιωματούχος στην αρχαία Ρώμη, που είχε ως έργο να εκτιμά την περιουσία και να ελέγχει τα ήθη των πολιτών / Άνθρωπος που κρίνει και επικρίνει τις γνώμες και τις πράξεις των άλλων (μτφ.)
Κλέος: Δόξα
Κόλαφος: Χαστούκι / Λόγος ή πράξη που προσβάλλει βαρύτατα, θίγει ή εξευτελίζει (μτφ.)
Κομπορρημοσύνη: Καυχησιολογία, κομπασμός
Κορβανάς: Ταμείο
Κουστωδία: Τα άτομα που αποτελούν τη συνοδεία κάποιου
Κυκεώνας: Πλήθος από ανοργάνωτα στοιχεία
Λοιδορώ: Χλευάζω, κοροϊδεύω, κακολογώ
Λυσιτελής: Ωφέλιμος, επικερδής
Μελίρρυτος: Πολύ ευχάριστος
Μισαλλοδοξία: Εχθρότητα και συνεπώς έλλειψη ανοχής για κάθε αντίθετη άποψη, θεωρία και ιδίως ιδεολογία
Μύδρος: Έντονη κριτική, κατηγορία
Νεποτισμός: Οικογενειοκρατία
Νομενκλατούρα: Αξιωματούχοι σοσιαλιστικών καθεστώτων
Νουθεσία: Συμβουλή από έμπειρο άτομο
Οιστρηλατώ: Προκαλώ σε κάποιον μεγάλη συναισθηματική ένταση
Ολετήρας: Αυτός που σπέρνει τον όλεθρο, εξολοθρευτής
Όνειδος: Ντροπή
Οπορτουνισμός: Πρακτική που χαρακτηρίζεται από υπερβολική προσαρμογή στις περιστάσεις και τάση για εκμετάλλευσή τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει σύγκρουση με τις ιδεολογικές αρχές
Ορμέμφυτο: Ένστικτο
Ουμανισμός: Ανθρωπισμός
Πακτωλός: Πλούσια και ανεξάντλητη πηγή αγαθών
Παλίμψηστος: Αρχαίο χειρόγραφο του οποίου το αρχικό κείμενο ξύστηκε για να γραφτεί πάνω σε αυτό άλλο κείμενο
Παλινωδία: Αναίρεση προηγούμενων ισχυρισμών
Παρεισφρέω: Εισδύω κάπου από αβλεψία, από αμέλεια, διαφεύγοντας την προσοχή κάποιου
Πελιδνός: Ωχρός
Πολυσχιδής: Πολύπλευρος, που εκτείνεται σε πολλούς τομείς
Πομφόλυγα: Φυσαλίδα, φουσκάλα
Προπηλακίζω: Περιλούζω κάποιον με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω
Ρέκτης: Δραστήριος, ενεργητικός άνθρωπος
Ρηξικέλευθος: Καινοτόμος, νεωτεριστής
Σόλοικος: Προφορικός ή γραπτός λόγος που παρουσιάζει συντακτικά λάθη, ανάρμοστος ή απρεπής
Στηλιτεύω: Αποδοκιμάζω ή επικρίνω με ιδιαίτερη οξύτητα και συνήθως δημόσια
Στίφος: Μεγάλο, πυκνό πλήθος που κινείται επιθετικά
Συμπαρομαρτούντα: Αυτά που ακολουθούν
Συμπίλημα: Πνευματικό έργο χωρίς καμιά πρωτοτυπία
Συνονθύλευμα: Συσσώρευση ετερόκλητων πραγμάτων ή στοιχείων χωρίς οργανική σύνδεση
Υποδαυλίζω: Υποκινώ
Φαρισαϊσμός: Ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά υποκριτική, δόλια, επίπλαστα ευγενική
Φενάκη: Ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση
Φερέφωνο: Εκείνος που δεν έχει δική του άποψη αλλά διαδίδει την άποψη τρίτων
Φιλαυτία: Υπερβολική αγάπη για τον εαυτό μας
Φληνάφημα: Ανοησία, μωρολογία
Φονταμενταλισμός: Θεολογικό ρεύμα του αμερικανικού προτεσταντισμού, εχθρικό απέναντι στην επιστήμη, που στοχεύει στην επιστροφή στις εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις
Φρυκτωρία: Σύστημα επικοινωνίας με χρήση πυρσών
Ψιμυθιολόγος: Αυτός που περιποιείται με καλλυντικά ή μακιγιάζ το πρόσωπο, ο μακιγιέρ
ΠΗΓΕΣ:
- Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτης)
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής γλώσσας (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη)
- Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Ακαδημία Αθηνών)
- Αναλυτικόν ορθογραφικόν λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης (Θ. Βοσταντζόγλου)
- Μέγα λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης (Δ. Δημητράκος)
- Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτης)
- Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας (Στ. Βασδέκης)
- Νεοελληνική ορθογραφία (Γ. Παπαναστασίου)
- Το εγκόλπιο της ορθής γραφής (Δ. Μαρωνίτης)
- Ξένες λέξεις στην ελληνική γλώσσα (Η. Κωνσταντίνου)
- Ψάχνω την κατάλληλη λέξη (Π. Εμμανουηλίδης)