«Σύγκληση» ή «Σύγκλιση»; Πότε χρησιμοποιούνται;
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη):
σύγκληση (η) {-ης κ. -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων] πρόσκληση πολλών προσώπων (κυρ. μελών ενός οργάνου) για συγκεκριμένο σκοπό: η ~ τής Βουλής / τού πειθαρχικού / τού συμβουλίου || έκτακτη / τακτική ~ ενός οργάνου. ΣΧΟΛΙΟ λ. -γκ-. [ΕΤΥΜ· < συγκαλώ, κατά το σχήμα καλώ – κλήση, μεταφρ. δάνειο από γαλλ. convocationi.
σύγκλιση (η) {-ης κ. -ίσεως | -ίσεις. -ίσεων} 1. η κίνηση προς το ίδιο σημείο: η – όλων των δυνάμεων τού στρατεύματος προς το κέντρο τής αντίπαλης παράταξης ΑΝΤ. απόκλιση 2. (μτφ.) (α) η κατάληξη σε κοινό σημείο (στόχο, αποτέλεσμα, συμπέρασμα): δημοσιονομική ~ | | ~ απόψεων/ θέσεων/ τάσεων || «το κοινό ανακοινωθέν αποτύπωνε τη ~ των στρατηγικών συμφερόντων τους»(εφημ.) || – των μακροοικονομικών δεικτών τής οικονομίας ΑΝΤ. απόκλιση (β) κριτήρια σύγκλισης όροι συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Η.) 3. ΓΛΩΣΣ. η ανάπτυξη κοινών μορφολογικών ή δομικών χαρακτηριστικών από διαφορετικές γλώσσες ή διαλεκτικές μορφές τής ίδιας γλώσσας, ώστε να εμφανίζουν μεγαλύτερη ομοιότητα. ΣΧΟΛΙΟ λ. κλίνω. [ΕΤΥΜ. < μτγν. σύγκλισις «στενό πέρασμα» < αρχ. συγκλίνω (κυρ. απαντά το μέσ. συγκλίνομαι «ξαπλώνω μαζί με κάποιον στην ίδια κλίνη»), βλ.λ. Η σημ. 2 αποτελεί απόδ. τού γαλλ. convergence].
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη):
σύγκληση η [síŋglisi]: η ενέργεια του συγκαλώ, η επίσημη, θεσμοθετημένη συγκέντρωση προσώπων, οργάνων: ~ του διοικητικού συμβουλίου / της ολομέλειας / της βουλής / του Συμβουλίου Aσφαλείας του ΟHΕ. [λόγ. συγ(καλώ) -κλή(σις) -ση κατά το σχ.: καλώ – κλήσις μτφρδ. γαλλ. convocation]
σύγκλιση η [síŋglisi]: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συγκλίνω. ANT απόκλιση: ~ πορείας / φωτεινών ακτίνων. ~ απόψεων / ιδεών / οικονομιών. Είναι διάχυτη η αισιοδοξία ότι η Ελλάδα θα πετύχει τα κριτήρια σύγκλισης με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να συμμετάσχει στην Οικονομική και Nομισματική Ένωση. Επιτεύχθηκε ~ των αντιτιθέμενων απόψεων. [λόγ. < ελνστ. σύγκλι(σις) `στενοπορία΄ -ση σημδ. γαλλ. convergence]
Η άποψή μας:
Πρόκειται για δύο ομόηχες λέξεις με διαφορετική σημασία. Η λέξη σύγκληση είναι σύνθετη (από την πρόθεση συν και το ουσιαστικό κλήση) και αποτελεί την ενέργεια του ρήματος συγκαλώ. Η λέξη σύγκλιση είναι επίσης σύνθετη (από την πρόθεση συν και το ουσιαστικό κλίση) και αποτελεί την ενέργεια του ρήματος συγκλίνω. Συνεπώς οι έννοιες των δύο λέξεων είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.
Στις δύο παραπάνω ομόηχες λέξεις πρέπει να προστεθούν επίσης και οι λέξεις σύγκλυση (κατακλυσμός – ρήμα συγκλύζω) και σύγκλειση (η θέση στην οποία υπάρχει επαφή δοντιών – ρήμα συγκλείω).
Παράθεμα: «Σύγκληση» ή «Σύγκλιση»; Πότε χρησιμοποιούνται;